- παρείσδυση
- η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ [παρεισδύω]η διείσδυση, η παρείσφρησηαρχ.1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο2. οπή, ρωγμή3. τρόπος, μέσο εισόδου4. υπεκφυγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεισδύσῃ — παρεισδύσηι , παρείσδυσις slipping in fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκδυσις — εως, ἡ, Α [παρεκδύομαι] η παρείσδυση … Dictionary of Greek
παρείσφρηση — η η είσοδος ή συμμετοχή ή εισαγωγή κατά λάθος ή με δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσφρησις «είσοδος, παρείσδυση»] … Dictionary of Greek